- καρούμπα
- η , καρούμπαλο τό шишка на голове (от ушиба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καρούμπα — η 1. ξύλο τού εμπορίου αμερικανικής προέλευσης 2. καρούλα, εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quaruba, άγνωστης ετυμολ. Ίσως η προέλευσή του να είναι πορτογαλική] … Dictionary of Greek
καρούμπα — η και καρούμπαλο, το εξόγκωμα που σχηματίζεται κυρίως στο κεφάλι ύστερα από χτύπημα: Έκαμε ένα καρούμπαλο στο κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)